- ξαγναντεύω
- παρατηρώ από ψηλά και μακριά, επισκοπώ από μακριά και αντίκρυ, αγναντεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)-* + αγναντεύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξαγναντεύω — και ξαγναντώ ξαγνάντεψα, βλέπω από μακριά, διακρίνω: Την ξαγναντεύει η μάνα της απ ώριο παραθύρι (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξάγναντο — Πεδινός οικισμός (95 κάτ., υψόμ. 140), στην επαρχία Δράμας, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παρανεστίου. * * * το υψηλός τόπος απ όπου μπορεί κάποιος να επισκοπεί τα γύρω, να κοιτάζει μακριά, περίοπτο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ξαγνάντεμα — το [ξαγναντεύω] 1. η θέα από ψηλά, η παρατήρηση από μακριά και αντίκρυ ή ψηλά 2. τόπος απ όπου μπορεί κάποιος να εποπτεύει τη γύρω περιοχή, το ξάγναντο … Dictionary of Greek
ξαγναντευτής — ο [ξαγναντεύω] αυτός που ξαγναντεύει, που βλέπει από ψηλά σε μεγάλη απόσταση, που εποπτεύει τα γύρω από μακριά και αντίκρυ … Dictionary of Greek